- πρόκρισις
- πρόκρισιςpreferencefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκρίσει — πρόκρισις preference fem nom/voc/acc dual (attic epic) προκρίσεϊ , πρόκρισις preference fem dat sg (epic) πρόκρισις preference fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόκρισιν — πρόκρισις preference fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АРИСТОН ХИОССКИЙ — АРИСТОН ХИОССКИЙ (Ἀρίστων ὁ Χῖος) (1 я пол. 3 в. до н. э.), ученик Зенона Китийского, один из самых оригинальных представителей Древней Стой. А. учился у Зенона вместе с Клеанфом, впоследствии некоторое время слушал платоника Полемона, а… … Античная философия
πρόκριση — η / πρόκρισις, ίσεως, ΝΑ [προκρίνω] νεοελλ. 1. η προκαταρκτική κρίση 2. (αθλ.) η επιτυχής δοκιμασία σε προκριματικούς αγώνες 3. φρ. «πρόκριση συναλλαγής» (οικον.) η απόκτηση ενός προϊόντος σε μια αγορά και η σχεδόν ταυτόχρονη μεταπώλησή του σε… … Dictionary of Greek
προκρίσεων — προκρίσεω̆ν , πρόκρισις preference fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκρίσεως — προκρίσεω̆ς , πρόκρισις preference fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)